- εὐνόμῳ
- εὔνομοςunder good lawsmasc/fem/neut dat sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Εὐνόμῳ — Εὔνομος under good laws masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προστρέχω — ΝΜΑ [τρέχω] νεοελλ. 1. σπεύδω για να ζητήσω ή να προσφέρω βοήθεια («στις φωνές της προσέτρεξαν πολλοί») 2. καταφεύγω, προσφεύγω σε κάποιον ή σε κάτι («προστρέχω και πάλι στα ευγενικά σας αισθήματα με την ελπίδα ότι θα μέ συνδράμετε») 3. συρρέω… … Dictionary of Greek